μελίζεται

μελίζεται
μελίζω
dismember
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαμελίζω — (AM διαμελίζω) 1. διαχωρίζω τα μέλη, κόβω σε κομμάτια, κατατεμαχίζω 2. κομματιάζω και διαμοιράζω τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῡ Θεοῡ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «κόβω κάτι σε κομμάτια»] …   Dictionary of Greek

  • κορίσκη — κορίσκη, ἡ (Α) (υποκορ. τού κόρη) κοριτσάκι, κοράσιο («αὐλοὺς δ ἔχουσά τις κορίσκη καρικὸν μέλος τι μελίζεται τοῑς συμπόταις», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. ίσκη (θηλ. τού ίσκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”